- ορθοβολώ
- ὀρθοβολῶ, -έω (Α)1. εκσφενδονίζω ευθέως, πυροβολώ κατευθείαν, ίσια2. μτφ. (για φυτά) βλαστάνω προς τα πάνω, κατευθείαν.[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)*- + -βολῶ (< -βόλος < βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ-βολώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ορθ(ο)- — (I) (ΑΜ ορθ[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ορθός και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού όρθιου, τού ίσιου, τού ευθέος, τού κάθετου (πρβλ. ορθο κέρατος, ορθο τενής, ορθό τριχος, ορθο χαίτης) ή … Dictionary of Greek